πάσχ'

πάσχ'
πάσκε , πάσκος
masc voc sg
πάσχα , πάσχα
pasaḥ
neut nom/voc/acc sg
πάσχε , πάσχω
have
pres imperat act 2nd sg
πάσχε , πάσχω
have
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • λογχίας — λογχίας, ὁ (Μ) λογχοειδής κομήτης ή λογχοειδές μετέωρο («τῷ αὠτῷ ἔτει ἐφάνη ἐν τῷ οὐρανῷ σημεῑον μέγιστον ἀπό τινων λεγόμενον σάλπιγξ, ἀπό τινων δὲ λογχίας, καὶ ἀπό τινων δοκίς», Πασχ. Χρον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + κατάλ. ίας (πρβλ. ελικ ίας, ξιφ …   Dictionary of Greek

  • ορδινάριος — ὀρδινάριος, ὁ (ΑΜ) δημόσιος λειτουργός, αξιωματούχος, αρχή που εκλεγόταν κανονικά κατά την έναρξη τού έτους και για τακτό χρονικό διάστημα (α. «ὀρδινάριος ἄρχων», Στέφ. διάκ. β. «ὀρδινάριοι ὕπατοι», Χρον. Πασχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ordinarius… …   Dictionary of Greek

  • παρακαινωτής — ὁ, Μ άτομο που επιφέρει καινοτομίες, αλλά ιδίως επιβλαβείς («ἔβαλλον [αὐτούς] εἰς τὴν θάλασσαν ὡς παρακαινωτάς», Πασχ. Χρον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καινῶ «ανακαινίζω, μεταβάλλω»] …   Dictionary of Greek

  • παρατάσσω — ΝΜΑ (κυρίως για πρόσ.) τοποθετώ σε κανονική σειρά, βάζω τον ένα κοντά στον άλλο, κυρίως για μάχη («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», Θουκ. νεοελλ. 1. (και για πράγματα) παραθέτω, αραδιάζω («παρέταξε τα εμπορεύματά του») 2.… …   Dictionary of Greek

  • πασχικός — ή, όν, Α επιληπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασχ τού πάσχω + κατάλ. ικός] …   Dictionary of Greek

  • πειρητίζω — Α (επικ. τ. τού πειράω, ῶ) 1. αποκτώ πείρα, δοκιμάζω, εξετάζω 2. (με απρμφ.) προσπαθώ να... («ῥήγνυσθαι μέγα τεῑχος Ἀχαιῶν πειρήτιζον», Ομ. Ιλ.) 3. (με γεν.) α) διερευνώ, βολιδοσκοπώ κάποιον β) αντιπαρατάσσομαι με κάποιον 5. φρ. α) «πειρητίζω… …   Dictionary of Greek

  • στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα …   Dictionary of Greek

  • συναϊδιότης — ητος, ἡ, Μ [συναΐδιος] το να είναι κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο αιώνιο («τῆς τοῡ ἁγίου πνεύματος τῷ πατρὶ καὶ τῷ υἱῷ συναϊδιότητος τὸ ἀκατάληπτον», Χρον. Πασχ.) …   Dictionary of Greek

  • υπερκρεμάννυμι — ΜΑ (συν. παθ.) ὑπερκρεμάννυμαι αναρτώμαι πάνω από κάποιον και, κυρίως, αναρτώμαι για χάρη κάποιου («χὠς ἀριστεῑον σφέων ὑπερκρεμασθείς, Χριστ. Πασχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κρεμάννυμι «κρεμώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”